ξοδιαστής
Смотреть что такое "ξοδιαστής" в других словарях:
ξοδιαστής — ο βλ. εξοδιαστής … Dictionary of Greek
εξοδιαστής — και ξοδιαστής, ο (Μ ἐξοδιαστής) [εξοδιάζω] αυτός που ξοδεύει αλόγιστα, άσωτος μσν. οικονομικός αξιωματούχος … Dictionary of Greek